σιδεροδένω

σιδεροδένω
Ν
1. αλυσοδένω
2. συνδέω ή ενισχύω σύνδεση με σιδερένια ελάσματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… …   Dictionary of Greek

  • σιδερόδεση — και σιδηρόδεση, η, Ν [σιδεροδένω] 1. σύνδεση λίθινων ή ξύλινων τεμαχίων με σιδερένια ελάσματα, ενίσχυση κατασκευής με σιδερένια ελάσματα 2. συνεκδ. κάθε τεμάχιο σιδήρου το οποίο χρησιμεύει για την σύνδεση δύο τμημάτων ενός αντικειμένου,… …   Dictionary of Greek

  • σιδερόδετος — η, ο, Ν [σιδεροδένω] αυτός που είναι συνδεδεμένος με σιδερένια ελάσματα, με σιδηρόδεσμους …   Dictionary of Greek

  • σιδηρο- — ΝΑ, και σιδερο Ν Ι. α συνθετικό πολλών λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην λ. σίδηρος* / σίδερο. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν ονόματα, ενέργειες ή καταστάσεις που σχετίζονται με τον σίδηρο (πρβλ. σιδηρo βόρος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”